Διάφορα

Διάσημες όπερες με θέμα την αγάπη

By  | 

Βιντσέντο Μπελλίνι, Νόρμα-Σκάλα του Μιλάνου, 1831.
Η Νόρμα είναι μελόδραμα σε δύο πράξεις του Βιντσέντζο Μπελίνι. Το λιμπρέτο του Φελίτσε Ρομάνι είναι βασισμένο στην τραγωδία Norma, ossia L’infanticidio του Γάλλου Αλεξάντρ Σουμέ. Ο Ρομάνι είχε τροποποιήσει σημαντικά την τραγωδία του Σουμέ, όπου η Νόρμα σκότωνε τα παιδιά της σαν άλλη Μήδεια, και μάλιστα σε διάρκεια «σκηνής τρέλας». Απεναντίας, εμπλούτισε τον πρωταγωνιστικό γυναικείο χαρακτήρα με τον άσβεστο έρωτα για τον Πολλιόνε και τη βαθιά αγάπη για τα παιδιά τους. Η Νόρμα του Μπελλίνι είναι πρωθιέρεια και μητέρα, εγκαταλειμμένη ερωμένη και εκδικητική αντίπαλος. Το τέλος της φαντάζει αναπόφευκτο, καρπός ενδόμυχων συναισθηματικών συγκρούσεων που οφείλονται στο ασυμβίβαστο των όρκων, του καθήκοντος και του απελπισμένου έρωτά της. Ο θάνατός της συνιστά λιγότερο αυτοτιμωρία και περισσότερο καθαρτήρια λύση συγκρούσεων, που, διαφορετικά, θα έμεναν άλυτες. Το φινάλε αποτελεί μία από τις συγκλονιστικότερες οπερατικές σκηνές, δομημένη γύρω από έξοχη μελωδία.
Υπόθεση
Στη Γαλατία, κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, στο ιερό δάσος των Δρυίδων συναντιούνται Γαλάτες στρατιώτες και Δρυίδες, υπό τον αρχηγό τους Οροβέζο. Αναμένουν την ιέρεια Νόρμα, κόρη του Οροβέζο, η οποία μέλλει να δώσει το σύνθημα της επίθεσης ενάντια στους Ρωμαίους. Εμφανίζεται ο ρωμαίος ανθύπατος Πολλιόνε με τον έμπιστό του Φλάβιο. Ο έρωτας του Πολλιόνε για τη Νόρμα ανήκει στο παρελθόν. Ενδιαφέρεται πλέον για τη νεαρή ιέρεια Ανταλτζίζα, την οποία σκοπεύει να παντρευτεί επιστρέφοντας στη Ρώμη. Η Νόρμα προετοιμάζει το λαό της για επίθεση, αλλά ενδόμυχα σκέφτεται κυρίως τον έρωτά της. Κοντά στα παιδιά της, μυστικό καρπό του ένοχου έρωτα με τον Πολλιόνε, αναλογίζεται το μέλλον, γνωρίζοντας την ανάκληση του ανθύπατου στην Ιταλία. Καταφτάνει η Ανταλτζίζα, που εξομολογείται στη Νόρμα το δικό της παράνομο έρωτα. Μόλις αποκαλύπτεται ότι αγαπούν τον ίδιο άνδρα, η αρχική στοργή της Νόρμας μετατρέπεται σε απειλή προς τον προδότη. Διερωτάται μήπως οφείλει να θανατώσει τα παιδιά της, αντί να επιτρέψει να συρθούν ως σκλάβοι στη Ρώμη. Τελικά, όμως, τα εμπιστεύεται στην Ανταλτζίζα, η οποία της εκφράζει αφοσίωση. Οι Γαλάτες ανυπομονούν για την αναχώρηση του Πολλιόνε. Η Νόρμα καλεί το λαό της ώστε να μιλήσει για τον επερχόμενο πόλεμο. Απομένει μία θυσία προς το θεό τους. Τότε ο Πολλιόνε οδηγείται αιχμάλωτος ενώπιον όλων, καθώς παραβίασε τα διαμερίσματα των παρθένων. Η Νόρμα τον ανακρίνει. Εκείνος αρνείται να απαρνηθεί την Ανταλντζίζα. Η Νόρμα ζητά να ετοιμάσουν την πυρά για τη θυσία. Αντί όμως να οδηγήσει εκεί την Ανταλντζίζα, αποκαλύπτει το δικό της έγκλημα και ετοιμάζεται να πεθάνει μαζί με τον Πολλιόνε. Η μεγαλοσύνη της αναζωπυρώνει τα αισθήματά του και οι ειλικρινείς παρακλήσεις της υποχρεώνουν τον Οροβέζο να ξεπεράσει την ντροπή που νιώθει και να αναλάβει τα παιδιά της. Η Νόρμα καταλήγει μαζί με τον Πολλιόνε στην πυρά.

Ριγκολέτο – Τζουζέπε Βέρντι (Πρεμιέρα 6 Μαρτίου 1853, Βενετία)
To Ριγκολέτο (Rigoletto) ήταν η όπερα που έδωσε στο Βέρντι μία θέση στο πάνθεο των συνθετών όπερας.  Μέσα σε δέκα χρόνια από τη σύνθεσή του, το τρίπρακτο έργο ανέβηκε σε 250 σκηνές όπερας σε όλο τον κόσμο. Αποτελεί την όπερα με την οποία ο Βέρντι ήρθε σε οριστική ρήξη με οπερατικές τεχνικές του παρελθόντος, αφού αφαίρεσε τις εισαγωγικές άριες και τα ensembles, κάνοντας το έργο πιο ρυθμικό μέσα από μία μελωδική απαγγελία, γνωστή ως recitativo cantando.  Ο Βέρντι ήταν τόσο σίγουρος ότι είχε γράψει το σουξέ της εποχής με το «La donne è mobile» που συνέστησε στα μέλη της ορχήστρας να μην τραγουδούν ή σφυρίζουν το ρυθμό του  έξω από τις πρόβες πριν από την πρεμιέρα του έργου.
Υπόθεση
Η υπόθεσή της αφορά στον ευνοούμενο του Δούκα της Μάντοβα, τον γελωτοποιό Ριγκολέτο, που κρύβει καλά από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου τη γοητευτική κόρη του. Ο γυναικάς Δούκας την ανακαλύπτει και την κάνει δική του. Ο γελωτοποιός ορκίζεται εκδίκηση, αλλά η μοίρα έχει τα δικά της σχέδια καθώς η εκδίκηση αυτή στρέφεται εναντίον του και κορυφώνεται δραματικά με τη δολοφονία της κόρης του.
Λα Μποέμ – Τζάκομο Πουτσίνι (Πρεμιέρα 1 Φεβρουαρίου 1896, Τορίνο)
H Μποέμ (La Bohème), ένα από τα πιο αγαπημένα έργα των εραστών της όπερας, γεννήθηκε μέσα σε μία μεγάλη σύγκρουση: αυτή μεταξύ του Τζάκομο Πουτσίνι και  Ρουτζέρο Λεονκαβάλο. Ο τελευταίος δούλευε ήδη πάνω στην ιστορία της Μποέμ και κατηγόρησε τον Πουτσίνι «ότι του έκλεψε την ιδέα». Τα δύο έργα ανέβηκαν στην σκηνή, ωστόσο σήμερα οι περισσότεροι θυμούνται μόνο το έργο του Τζάκομο. Και αυτό γιατί η δύναμή του έγκειται στο άριστο πάντρεμα μίας έντονα σπαρακτικής ιστορίας με μία πλούσια μελωδική μουσική. Οι γνωστότερες άριες του έργου δείχνουν το Ροδόλφο και τη Μιμή να ερωτεύονται παράφορα στην πρώτη σκηνή, με το κουαρτέτο της τρίτης σκηνής να είναι ένα tour de force. Μετά την πρεμιέρα της Μποέμ, μία εφημερίδα του Τορίνο έγραψε : «Ακόμα και αν κάνει μία κάποια εντύπωση στο κοινό, η Μποέμ δεν θα αφήσει κανένα ιδιαίτερο αποτύπωμα στην ιστορία της όπερα. 
Yπόθεση
Παρίσι, 1830… περίπου.Τέσσερις νεαροί καλλιτέχνες ζούνε όλοι μαζί σε μία σοφίτα στο Παρίσι, αναζητώντας την εκπλήρωση των καλλιτεχνικών τους ανησυχιών… και ερχόμενοι αντιμέτωποι με το κρύο και το ενοίκιο βρίσκουν ευρηματικούς τρόπους να ξεπεράσουν όλες τις δυσκολίες.  Περνάνε τις ώρες τους μεταξύ τέχνης και του αγαπημένου τους Καφέ Μομούς..Και μέσα σε όλα αυτά, εμφανίζεται ένα βράδυ η νεαρή Μιμή, η οποία ερωτεύεται τον ποιητή εκ των τεσσάρων, τον Ροδόλφο.  Μαζί συναντούν και τους υπόλοιπους στο καφέ,όπου όλοι γίνονται μάρτυρες του έρωτα της Μουζέτα, της πανέμορφης Παριζιάνας τραγουδίστριας, που προκαλεί ερωτικά τον πρώην εραστή της, τον ζωγράφο Μαρτσέλλο και τον ξανακερδίζει. Δυστυχώς, όμως, όσο γοητευτική και αν είναι η ζωή ενός Μποέμ καλλιτέχνη, η υγεία της Μιμή και οι ορέξεις της Μουζέτα ίσως δεν αντέχουν αρκετά για ένα αίσιο τέλος. Ο έρωτας ανάμεσα στον ποιητή και στη ράφτρα Μιμή με φόντο το παγωμένο Χριστουγεννιάτικο Παρίσι, τελειώνει με το θάνατο της κοπέλας από φυματίωση. Ο Πουτσίνι με την μουσική του περιγράφει,  όλη την παλέτα των συναισθημάτων – από τον μεγάλο έρωτα έως την απόγνωση. 


Κάρμεν- Ζωρζ Μπιζέ (Πρεμιέρα, 3 Μαρτίου 1875, Παρίσι)
Αν και στην πρεμιέρα της σόκαρε το συντηρητικό κοινό της Opera – Comique, η Κάρμεν  καθιερώθηκε ως μία από τις πιο αγαπημένες όπερες του κοινού με τη σαγηνευτική μαγεία της, που της χάρισαν η γοητεία των μελωδιών της, ο ισπανικός «εξωτισμός» του μουσικού θέματός της και η δύναμη των χαρακτήρων της. Περιγράφεται συχνά ως μία opera comique επειδή οι διάλογοι του έργου του δίνουν ζωντάνια και ευφορία. Ωστόσο πίσω από τον ενθουσιασμό κρύβεται ένα στοιχείο τραγικότητας. ​Φήμες θέλουν τον Μπιζέ να βασίζει την «Κάρμεν», τη σαγηνευτική τσιγγάνα του έργου, στην Σελέστε Βενάρντ, τραγουδίστρια νυχτερινών μαγαζιών που είχε δουλέψει ως πόρνη. Μπιζέ και Βενάρντ γνωρίστηκαν τυχαία σε ένα τρένο και έγινα στενοί φίλοι στα μέσα του 1860, αν και η Βενάρντ αρνείται στα απομνημονεύματά της οποιαδήποτε ερωτική σχέση με τον Μπιζέ.
Υπόθεση
Η Κάρμεν, μια Τσιγγάνα, εργάζεται σε ένα καπνεργοστάσιο στη Σεβίλλη, φρουρούμενο από στρατιώτες. Βρίσκεται κατηγορούμενη όταν αρνείται να απολογηθεί για έναν καβγά στον υπολοχαγό της φρουράς. Αποπλανεί το δεκανέα που θα την οδηγούσε στη φυλακή: τον Δον Χοσέ, λογοδοσμένο με τη νεαρή χωρική Μικαέλα. Αφήνει την Κάρμεν να δραπετεύσει, κι ο ίδιος φυλακίζεται. Αργότερα η Κάρμεν τον πείθει να λιποτακτήσει, καθώς έχει συγκρουστεί με τον υπολοχαγό του για τα όμορφα μάτια της. Άλλωστε, μπορεί να φανεί χρήσιμος στους λαθρεμπόρους με τους οποίους η ίδια πια δουλεύει. Γρήγορα όμως τον βαριέται και ερωτεύεται ένα διάσημο ταυρομάχο, τον Εσκαμίγιο.  Στο βουνό, όπου οι λαθρέμποροι κρύβουν την πραμάτεια τους, εμφανίζονται την ίδια νύχτα ο Εσκαμίγιο, αναζητώντας την Κάρμεν, και η Μικαέλα, που λέει στον Δον Χοσέ ότι η μητέρα του είναι ετοιμοθάνατη. Ο Δον Χοσέ προειδοποιεί την Κάρμεν πως θα συναντηθούν πάλι. Αργότερα, στη Σεβίλλη, την εντοπίζει στις πύλες της αρένας. Την ικετεύει να φύγουν μαζί. Όταν εκείνη τον απορρίπτει ευθέως, ο Δον Χοσέ τη μαχαιρώνει κι έπειτα παραδίδεται στις Αρχές.

Λα Μποέμ – Τζάκομο Πουτσίνι (Πρεμιέρα 1 Φεβρουαρίου 1896, Τορίνο)
H Μποέμ (La Bohème), ένα από τα πιο αγαπημένα έργα των εραστών της όπερας, γεννήθηκε μέσα σε μία μεγάλη σύγκρουση: αυτή μεταξύ του Τζάκομο Πουτσίνι και  Ρουτζέρο Λεονκαβάλο. Ο τελευταίος δούλευε ήδη πάνω στην ιστορία της Μποέμ και κατηγόρησε τον Πουτσίνι «ότι του έκλεψε την ιδέα». Τα δύο έργα ανέβηκαν στην σκηνή, ωστόσο σήμερα οι περισσότεροι θυμούνται μόνο το έργο του Τζάκομο. Και αυτό γιατί η δύναμή του έγκειται στο άριστο πάντρεμα μίας έντονα σπαρακτικής ιστορίας με μία πλούσια μελωδική μουσική. Οι γνωστότερες άριες του έργου δείχνουν το Ροδόλφο και τη Μιμή να ερωτεύονται παράφορα στην πρώτη σκηνή, με το κουαρτέτο της τρίτης σκηνής να είναι ένα tour de force. Μετά την πρεμιέρα της Μποέμ, μία εφημερίδα του Τορίνο έγραψε : «Ακόμα και αν κάνει μία κάποια εντύπωση στο κοινό, η Μποέμ δεν θα αφήσει κανένα ιδιαίτερο αποτύπωμα στην ιστορία της όπερα. 

Yπόθεση
Παρίσι, 1830… περίπου.Τέσσερις νεαροί καλλιτέχνες ζούνε όλοι μαζί σε μία σοφίτα στο Παρίσι, αναζητώντας την εκπλήρωση των καλλιτεχνικών τους ανησυχιών… και ερχόμενοι αντιμέτωποι με το κρύο και το ενοίκιο βρίσκουν ευρηματικούς τρόπους να ξεπεράσουν όλες τις δυσκολίες.  Περνάνε τις ώρες τους μεταξύ τέχνης και του αγαπημένου τους Καφέ Μομούς..Και μέσα σε όλα αυτά, εμφανίζεται ένα βράδυ η νεαρή Μιμή, η οποία ερωτεύεται τον ποιητή εκ των τεσσάρων, τον Ροδόλφο.  Μαζί συναντούν και τους υπόλοιπους στο καφέ,όπου όλοι γίνονται μάρτυρες του έρωτα της Μουζέτα, της πανέμορφης Παριζιάνας τραγουδίστριας, που προκαλεί ερωτικά τον πρώην εραστή της, τον ζωγράφο Μαρτσέλλο και τον ξανακερδίζει. Δυστυχώς, όμως, όσο γοητευτική και αν είναι η ζωή ενός Μποέμ καλλιτέχνη, η υγεία της Μιμή και οι ορέξεις της Μουζέτα ίσως δεν αντέχουν αρκετά για ένα αίσιο τέλος. Ο έρωτας ανάμεσα στον ποιητή και στη ράφτρα Μιμή με φόντο το παγωμένο Χριστουγεννιάτικο Παρίσι, τελειώνει με το θάνατο της κοπέλας από φυματίωση. Ο Πουτσίνι με την μουσική του περιγράφει,  όλη την παλέτα των συναισθημάτων – από τον μεγάλο έρωτα έως την απόγνωση. 
πηγή: http://theatrecomments.weebly.com/alphaphiiotaepsilonrhoomegamualphataualpha-write/7805024

Απόφοιτη Ελληνογαλλικής Σχολής "Αγιος Ιωσήφ", Καθηγήτρια γαλλικών, πολύγλωσση και με διδακτική εμπειρία και εξιδείκευση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και δυσλεξία(ΕΚΠΑ), αρθρογράφος, πρόσκοπος, εθελόντρια.

Ακολουθήστε μας!


This will close in 10 seconds