Διάφορα

Πρώτη μέρα στο σχολείο

By  | 

«Από την αναφορά στον Γκρέκο» Ν.Καζαντζάκης

Τι κι αν έχουν περάσει δεκαετίες από τότε; Τα παιδικά συναισθήματα παραμένουν ίδια! Μονό που οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί έχουν διαμορφώσει άλλη άποψη κ αντιμετώπιση οι μεν πρώτοι απέναντι στα παιδιά τους, οι δε απέναντι στους μαθητές τους. Το συγκεκριμένο απόσπασμά αντανακλά τα ήθη της τότε εποχής.

Ν. Καζαντζάκης /Πρώτη μέρα στο σχολειό. Από την «Αναφορά στον Γκρέκο»

Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ έναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζομαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.

– Με την ευχή του Θεού και με την ευχή μου… μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.

«Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περηφάνια και φόβο.Μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν.Μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα.Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε.Τινάχτηκα.Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει.Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:

– Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου. Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο. – Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου. Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο. -Το κρέας δικό σου του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο. – Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.»

Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι, γυρίζοντας στο σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια. Έβηξε, έξυσε το κεφάλι.

– Πήγαινε να φωνάξεις το θείο σου το Νικολάκη.

Είχε βγάλει το Δημοτικό ο θείος μου αυτός, ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας, αδερφός της μητέρας μου. Κοντορεβιθούλης, φαλακρός, με μεγάλα μάτια φοβισμένα, με τεράστια χέρια, όλο τρίχες.

– Έλα εδώ, του’ πε ο πατέρας μου ως τον είδε, του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα!

Έσκυψαν κι οι δυο τους απάνω στο βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο.

– Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή, είπε ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου.

Ο θείος κούνησε το κεφάλι:

– Θαρρώ θα πει τουφέκι, αντιμίλησε μα η φωνή του έτρεμε.

– Κυνηγετική στολή, βρουχήθηκε ο πατέρας μου.

Μάζεψε τα φρύδια του, κι ο θείος μου λούφαξε.

Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει:

– Τι θα πει πρωτοτόκια;

Πετάχτηκα:

– Κυνηγετική στολή!

– Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος αγράμματος σου τις είπε;

– Ο πατέρας μου!

Ο δάσκαλος ζάρωσε, τον φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου. Πού να του φέρει αντίρρηση!

***

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο

πηγή:antikleidi.com

Απόφοιτη Ελληνογαλλικής Σχολής "Αγιος Ιωσήφ", Καθηγήτρια γαλλικών, πολύγλωσση και με διδακτική εμπειρία και εξιδείκευση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και δυσλεξία(ΕΚΠΑ), αρθρογράφος, πρόσκοπος, εθελόντρια.

Ακολουθήστε μας!


This will close in 10 seconds