Ιστοριες ενός Μάγειρα

IΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ΜΑΓΕΙΡΑ

By  | 

Ο μάγειρας της Κυνοσάργους…

επιμέλεια κειμένων ΛΙΑ ΤΣΕΚΟΥΡΑ


Ένα χειμώνα, κοντά στα τριάντα μου, τον πέρασα πάνω σε έναν σπαστό καναπέ, σε ένα διαμέρισμα κάπου στα σύνορα Νέου Κόσμου, Κουκακίου και Μετς. Η κόρη μιας φίλης μού το παραχωρούσε ανιδιοτελώς, μου είχε δώσει και τα κλειδιά του σπιτιού και αγόγγυστα, μου ξεδίπλωνε τον καναπέ κάθε βράδυ, άλλαζε σεντόνια μια φορά την εβδομάδα,  με φιλοξενούσε λες και κάτι να μου χρώσταγε.

Κομψά, για να μην δείχνω ότι είμαι επισκέπτης με προοπτική, χωρίς βαλίτσες αλλά με ένα sac voyage ώμου κυκλοφορούσα ανέμελος στο σπίτι της, δηλώνοντας φίλος και προσωρινός επισκέπτης. Διακωμωδώντας την κατάντια μου –  και για να μην φτιάχνονται δεσμευτικά σενάρια –  εν τη ρύμη του λόγου κάθε φορά που μου έστρωνε τον καναπέ, την είχα βάλει να μου λέει ένα στιχάκι μικρό: «αγαπητέ επιβάτη πρόσεχε τα προσωπικά σου αντικείμενα».

Με θεατρινίστικα κουνήματα, τάχα μου αμήχανα, έκανα χαριτωμένη την γκαγκουριά μου πλένοντας (πού και πού) κανένα άπλυτο πιάτο στον νεροχύτη της,  ή μαζεύοντας τάχα μου τον καναπέ το πρωί ή (στην καλύτερη) κάνοντας μπάνιο μόνο όταν είχε ζεστό νερό ο θερμοσίφωνας. Σα να μην μου έφτανε η φιλοξενία του κοριτσιού και η φιλική συμπεριφορά της, απ’έξω – απ’έξω,  και με μια μεθοδική πολιορκία, αναφέροντας ρητορικά αόριστες επιθυμίες μου, την έβαλα στο τριπάκι να μου βρει δουλειά. 

               Πράγματι, το κορίτσι μίλησε  σε ένα γνωστό της και ο γνωστός της (εκ μέρους της) μίλησε σε έναν δικό του φίλο που είχε το franchise μιας αλυσίδας  fast food στην Αθήνα. Η αίτηση και η πρόσληψη έγιναν τηλεφωνικώς˙ απλά και μόνο με το όνομά μου με δέχτηκαν για συνέντευξη, σε μια συνάντηση που το αποτέλεσμα (η ενδεχόμενη πρόσληψή μου) ήταν ήδη αποφασισμένο.

 Με συνοπτικές διαδικασίες, ο φίλος του γνωστού της φίλης μου, μού δήλωσε (και καλά) ότι υπάρχει μια κενή θέση σε ένα κατάστημά του και με τη μία άλλαξε θέμα, ενημερώνοντάς με για την ημέρα που θα ξεκινούσα δουλειά. Στην  κουβέντα μας ο γνωστός εστίασε στο ντύσιμο του προσωπικού και σε κάτι άλλες άσχετες λεπτομέρειες. Εγώ, φιλότιμος γκαγκουρογαμόσαυρος είπα δύο-τρία «ευχαριστώ» στην κοπέλα, στον γνωστό της και στον φίλο του και δέχτηκα τη δουλειά για την οποία δικαίως επελέγην (όπως τελικά έπεισα τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο)!

Ξυρίστηκα, βρήκα μια παλιά στολή από τη σχολή, τη στολή του πιγκουΐνου (μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και μαύρα παπούτσια) και πήγα στο κατάστημα που υπήρχε η κενή θέση στην κουζίνα. Η ειδικότητά μου, (στα χαρτιά της πρόσληψης) ήταν «ψήστης»˙ ωστόσο, το πρόσωπό μου ήταν εντελώς κόντρα με αυτό που έπρεπε να κάνω, καθώς ούτε η ηλικία μου, ούτε το στιλάκι μου θύμιζε «ψήστη σε φαστφουντάδικο». Εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσα με μια φάτσα περισσότερο του «πίνω-δίνω» παρά του «παιδιού στο fast food».

                Εκείνες τις μέρες, ένας φίλος από τα νησιά που είχα δουλέψει, είχε πει μια παραλλαγή ενός μύθου του Αισώπου (ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας) και το είχα κάνει motto. Όπου στεκόμουν, και μπορούσα, έλεγα το ανέκδοτο (παραλλαγή μύθου) και μόλις τελείωνε το ανέκδοτο γελούσα, για να παρακινήσω τον ακροατή μου  σε γέλια.

Ο μύθος μιλάει για τον μέρμηγκα που δούλευε σαν το μαύρο το σκυλί όλο το καλοκαίρι και ο τζίτζικας όχι μόνο το γλένταγε χωρίς τέλος αλλά κορόιδευε και τον μέρμηγκα.  Πέρασε λοιπόν ο καιρός, ήρθε ο χειμώνας και ο μέρμηγκας καθόταν στο τζάκι, με το κονιάκ και το σποράκι του στο χέρι˙ την ώρα που έπαιρνε το δείπνο του χτυπάει η πόρτα, ανοίγει, και τι να δει; τον τζίτζικα με τέσσερις δίμετρες κουκλάρες, να του λέει το εξής: «είμαστε για Καραϊβική, θα έρθεις;», «όχι», απαντά ο μέρμηγκας.

Μετά από έναν μήνα, χτυπάει η πόρτα, να’ σου πάλι ο τζίτζικας με ένα καμπριολέ και κάτι γκόμενες, «είμαστε για Μαϊάμι θα’ρθεις;», ρωτάει ο τζίτζικας, «όχι» απαντάει πάλι ο μέρμηγκας. Μετά από λίγο καιρό χτυπάει τρίτη φορά η πόρτα, ανοίγει ο μέρμηγκας και βλέπει τον τζίτζικα με κάτι μωρά με κανατάκια καμικάζι, λιώμα. «Είμαστε για Σεϋχέλλες θα’ρθεις;», ρωτάει, «όχι» απαντάει πάλι ο μέρμηγκας, «αλλά, να σου πω, εκεί που πας, αν βρεις κανέναν που να τον λένε Αίσωπο, πες του σε παρακαλώ να σταματήσει να γράφει βλακείες».

Χα-χα-χα…

Για μισθό δεν ρώτησα, αρκέστηκα ότι θα είναι ο βασικός, το βρήκα δίκαιο, «όπως περνάει όλος ο κόσμος, θα περάσω και εγώ», σκέφτηκα χωρίς να έχω συνείδηση  της σκέψης που έκανα˙ ωστόσο, για να λέμε και του στραβού το δίκαιο, και για μην το κρύβουμε άλλωστε, το «είναι» μου, βαθιά μέσα μου, ένιωθε σαν πρώην τοξικομανής που ήθελε οπωσδήποτε  επανένταξη και μάλιστα, δημιουργική επανένταξη!

Α! Την ίδια μέρα με εμένα προσελήφθη και ένα παλικαράκι, έξι επτά χρόνια μικρότερος μου, από την Βόνιτσα, από το Ξηρόμερο. Την πρώτη ημέρα, όλοι οι υπάλληλοι του φαστφουντάδικου με καλωσορίσανε με ένα κρυφό υπομειδίαμα. Την πρώτη μέρα, ο Ξηρομερίτης κι εγώ ξεκινήσαμε με μια γενική ξενάγηση από τον προϊστάμενο βάρδιας, τον κύριο Τάκη.

Ο Τάκης μόλις με είδε, μου είπε το, «καλημέρα σας» και μετά με παρατήρησε για το παπούτσι που φορούσα. «Η στολή της επιχείρησής μας», μου είπε πολιτισμένα και ευγενικά, «έχει μαύρο παπούτσι». Χαμήλωσα τα μάτια μου και κοίταξα τα μαύρα αθλητικά Nike που φορούσα.

–           Έκανα κάτι λάθος; ρώτησα με ντροπή.

–           Παπούτσι, όχι σπορτέξ, μου είπε χαμηλόφωνα.

–           Συγγνώμη, δεν το κατάλαβα, αύριο θα έρθω με παπούτσι, απάντησα κι εκείνος  χαμογέλασε και ήρεμος συνέχισε την ξενάγησή μας.

Ο  Τάκης μάς έδειξε τους χώρους του εστιατορίου/φαστφουντάδικου, τα ψυγεία, τις ψησταριές,  τους χώρους αποθήκευσης, την πόρτα παραλαβής, τους διακόπτες του εξαερισμού, τις πυροσβεστικές φωλιές, τον χώρο διαλείμματος του προσωπικού, τα αποδυτήρια και τέλος, μας εξήγησε πώς δουλεύουν οι εργαζόμενοι. Βλέποντας ότι δεν είχαμε καμιά απορία, μας ζήτησε ευγενέστατα να κάτσουμε όρθιοι σε μια γωνιά και να παρατηρούμε πώς συνεργάζονται οι ταμίες με τους ψήστες τις κουζίνας.

  • Είναι η πρώτη σας  μέρα και ο λογιστής με ενημέρωσε ότι δεν έχει συμπληρωθεί η καρτέλα του ΙΚΑ σας, οπότε δεν μπορείτε να δουλέψετε, μας είπε.  Τέλος, μας είπε για  τις ώρες διαλλείματος, τις βάρδιες και τα εβδομαδιαία ρεπό. Χωρίς να τον ρωτήσουμε γιατί και πώς, σα χαμένα,  σταθήκαμε ακίνητοι στο σημείο που μας άφησε και κοιτάζαμε τους εργαζόμενους της βάρδιας που έτρεχαν μέσα στην κουζίνα. Πού και πού ο Τάκης, πέρναγε και μας ρωτούσε αν έχουμε καμιά απορία. Εμείς λέγαμε με χαμόγελο «όχι» κι εκείνος έφευγε ήσυχος. Έτσι πέρασε η πρώτη μέρα προ-εισαγωγής!

Την δεύτερη μέρα, πήγα με το σωστό παπούτσι στην ώρα μου και ο Τάκης μου έδειξε τι έπρεπε να κάνω την πρώτη μου μέρα στη δουλειά. «Σήμερα θα μάθετε τα χάμπουργκερ, τα απλά», μού είπε με πληθυντικό μεγαλοπρεπείας και με οδήγησε κοντά στο πάγκο εργασίας. «Ο συνάδελφος εδώ», είπε δείχνοντάς μου έναν ταλαίπωρο εικοσάχρονο ψήστη με τα πουκάμισα έξω από τα πολλά σκυψίματα,  «θα σας λέει πότε θα ανάβετε την κορδέλα ψησίματος για να βάζετε τα μπιφτέκια, θα παίρνετε τα μπιφτέκια από την κατάψυξη αυτήν εδώ», συνέχισε δείχνοντάς μου μια κατάψυξη πάγκου, «θα τα βάζετε εδώ», είπε και μου έδειξε την αρχή της κορδέλας, «και μετά θα περιμένετε από εδώ», δήλωσε και με πήγε από την άλλη πλευρά της κορδέλας, «και θα πιάνετε με αυτήν την τσιμπίδα τα ψημένα μπιφτέκια, θα τα βάζετε σε αυτό το ανοξείδωτο μπολ και θα τα δίνετε στους τυλιχτές».

«Κατανοητό και εύκολο», είπα ταπεινά και ο Τάκης έφυγε για κάποιες δουλειές, ενώ εγώ έμεινα μόνος μου με την κορδέλα να γυρίζει χωρίς μπιφτέκια. Κάποια στιγμή, μετά από κανένα δεκάλεπτο, ο ψήστης (αυτός ο ταλαίπωρος που μου είχε υποδείξει ο Τάκης – και τον λέω ταλαίπωρο γιατί έκανε πεντακόσιες δουλειές ταυτοχρόνως, έψηνε, έφτιαχνε μπαγκέτες, club, σφουγγάριζε έκανε πάγκους) μου ζήτησε να βάλω μπιφτέκια. Τα έβαλα με χαρά και τα μοίρασα μετά από ένα λεπτό  στους τυλιχτές που αδημονούσαν να τυλίξουν τα μπιφτέκια με το ψωμάκι του burger.

Συνέχισα έτσι (ψήνε – δίνε) για  κάνα δίωρο, μπορεί και παραπάνω. Κάποια στιγμή (για να σπάσω τον πάγο) ρώτησα τον ψήστη από πού είναι, «από τη Νίκαια», μου είπε κοφτά και συνέχισε να φτιάχνει τα club sandwiches˙ «και εγώ από Δραπετσώνα», του είπα, αλλά  μάλλον δεν το άκουσε καν γιατί έτρεχε σαν να του δίνανε διαταγές καμιά δεκαριά Ο.Υ.Κάδες.

Όλα τα άλλα γύρω μου έδειχναν καλά και πολιτισμένα. Το ψήσιμο δεν είχε λίγδα, ούτε τσίκνα, η κορδέλα δεν ήθελε τέχνη και εγώ την δούλευα την τσιμπίδα αέρα, μόνο τα καινούρια μου παπούτσια με χτυπούσαν λίγο στην φτέρνα, αλλά χαμογελούσα για να μην φαίνεται ο πόνος μου. Γύρω μου επικρατούσε μια επαγγελματική σιωπή, την οποία, δεν ξέρω γιατί,  δεν την βρήκα αρνητική. Είπα  νοερά στον εαυτό μου «ψάρακλας είμαι, περίεργη φάτσα έχω, τι περίμενα; Αγκαλιές και φιλιά;;;».

Μετά από κανένα δίωρο ο Τάκης ξαναήρθε και με ρώτησε ευγενέστατα.

–           Πώς σας φαίνεται;

–           Παρά πολύ καλά! Απάντησα και εγώ με την σειρά μου, ευγενέστατα.

–           Κανονικά αυτήν την δουλειά πρέπει να την κάνετε τρεις μέρες, αλλά επειδή σας βλέπω ότι έχετε σχέση με κουζίνες, θέλετε να σας μάθω να κάνετε και κάτι άλλο, να μην αισθάνεστε αμήχανα;

–           Παρακαλώ,  ό,τι θέλετε, τι να κάνω;

–           Να σας μάθω να τυλίγετε τα hamburgers, τα απλά burgers.

–           Βεβαίως.

Πήγαμε στον πάγκο που τύλιγαν τα hamburgers οι τυλιχτές και ο Τάκης άρχισε να μου δείχνει επιδέξια τι έπρεπε να κάνω.

  • Παίρνουμε το ψωμάκι από εδώ, το ανοίγουμε έτσιιι, παίρνουμε το μπιφτέκι από εδώώώ…, το βάζουμε εδώ, παίρνουμε το μπιμπερό και ρίχνουμε  σε αυτό το σημείο του μπιφτεκιού, 15 γραμμάρια κέτσαπ, εδώ. Αν μας ζητήσουν οι ταμίες άσπρη σως, παίρνουμε τη σως αυτή και βάζουμε 50 γραμμάρια εδώώώώ……Κλείνουμε το ψωμάκι πιέζουμε λίγο το hamburger έτσι…και μετά το τυλίγουμε έτσι…

Μου έδειξε ένα πολύ εύκολο haballage (φακελάκι) και μου έδωσε τον χρόνο και το δικαίωμα να κάνω και εγώ ένα “hamburger” μόνος μου. Τα κατάφερα μια χαρά, μόνο στο κέτσαπ είχε μια μικρή απόκλιση και μου υπενθύμισε την μεζούρα των 15 γραμμαρίων.  Εγώ παρατήρησα έναν ψυχαναγκασμό στο βλέμμα του, αλλά δεν μίλησα. Ήταν νωρίς για να έχω γνώμη, είπα νοερά στον εαυτό μου και καλό είναι να το βουλώσω. Σε όλα τα άλλα τα πήγα θαυμάσια.

–           Ωραία, λοιπόν νομίζω ότι θα τα καταφέρετε. Αν θέλουμε να φτιάξουμε cheeseburger, τότε θα πάρουμε μια φέτα τυρί από εδώ και θα την βάλουμε έτσι και θα το τυλίξουμε, πάλι έτσι…

–           Εύκολο, νομίζω πως το κατάλαβα,  είπα.

–           Λοιπόν (συνέχισε ο Τάκης) θα στέκεστε  εδώ και θα ακούτε τις κοπέλες από τα ταμεία (είπε και μου έδειξε ένα μεγάφωνο από επάνω μου). Κάποια στιγμή οι κοπέλες θα αναγγείλουν την παραγγελία και όταν θα ακούσετε τη λέξη “hamburger”, θα λέτε με δυνατή φωνή, «μάλιστα», να ακούσουν (οι κοπέλες στις παραγγελίες) ότι ακούσατε τη λέξη “hamburger ” και θα το φτιάχνετε όπως μάθαμε. Μετά θα το βάζετε (το hamburger) εδώ (και μου έδειξε ένα ανοξείδωτο πάσο) και θα περιμένετε την επόμενη παραγγελιά, εύκολο; Ταυτοχρόνως, μπορείτε να βάζετε και τα μπιφτέκια που θα σας λέει ο συνάδελφος.

–           Εύκολο το βλέπω, είπα με αυτοπεποίθηση.

Ο Τάκης έφυγε και με άφησε μόνο στον πάγκο. Εγώ συγκέντρωσα την προσοχή μου στο μεγάφωνο που βρισκόταν από πάνω μου μήπως ακούσω κάποια παραγγελία. Η κοπέλα μετά από  λίγο άρχισε αναγγελία παραγγελίας.

–           Μια πατάτες, ένα club, μια μπαγκέτα, ένα hamburger.

–           Μάλιστα, φώναξα καμαρωτός και άρχισα να φτιάχνω το hamburger που μου ζητήθηκε. Το έφτιαξα, το έβαλα στο σημείο που μου είχε μάθει ο Τάκης και περίμενα την επόμενη παραγγελία. Η επόμενη παραγγελία που ανήγγειλε η κοπέλα του ταμείου, δεν είχε hamburger και έτσι δεν έκανα τίποτα, ούτε η μεθεπόμενη, οπότε και πάλι δεν έκανα τίποτα.

Μετά από μια-δύο παραγγελίες, άρχισαν οι παραγγελίες για hamburger.  Φώναξα «μάλιστα» δύο φορές, τα έφτιαξα, τα τύλιξα και τα έβαλα στον ανοξείδωτο πάγκο όπως μου είχε δείξει ο Τάκης. Έτσι περάσανε δύο-τρεις ώρες. Εγώ πάντα προσηλωμένος στο μεγάφωνο να ακούσω την λέξη “hamburger” ή “cheeseburger”. Πού και πού έριχνα και κάνα μπιφτέκι στην κορδέλα, εύκολα.

Προς το μεσημεράκι, έγινε ένας μικρός χαμός, αλλά ελεγχόμενος. Εγώ όποτε άκουγα την λέξη “hamburger” ή “cheeseburger” ετοίμαζα το αντίστοιχο αφού προηγουμένως πάντα φώναζα «μάλιστα». Όλα καλά και αγγελικά πλασμένα, κανένας δεν με στραβοκοίταξε/λοξοκοίταξε που τύλιγα μόνο τα απλά τα χαμπουργκεράκια  και δε συμμετείχα στον μικρό ελεγχόμενο χαμό. Ο Νικαιώτης, παραδίπλα μου, έκανε τα «Bέγκικά» του και μέσα στην ένταση κατάλαβα ότι τελικά δεν υπήρχαν Ο.Υ.Κάδες που τον τρέχανε αλλά άκουγε τα μικρόφωνα από τα ταμεία και εκτελούσε εντολές. Κάποια στιγμή, προς το τέλος της βάρδιας μου, έσπασα και σε κάποια παραγγελία δεν ήμουν βέβαιος κατά πόσον είχα ακούσει “hamburger” ή “cheeseburger”. Γύρισα λοιπόν στον διπλανό μου, (τον ψήστη από την Νίκαια) και τον ρώτησα συναδελφικά, «είπε hamburger;», αλλά ο Νικαιώτης ειλικρινέστατα μου απάντησε, «δεν ξέρω, δεν άκουσα. Εγώ ακούω μόνο club, μπαγκέτες, green και τις μακαρονάδες».

Πραγματικά αυτό ήταν ένα γεγονός. Ούτε εγώ άκουγα τις μπαγκέτες και τις μακαρονάδες του διπλανού μου. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή που μου είπε ο Νικαιώτης ότι δεν ακούει τα δικά μου πιάτα, αστραπιαία, ένιωσα  τα στενά παπούτσια μου να με πονάνε – περισσότερο αστραπιαία ακόμα  σκέφτηκα  και την πιθανότητα ότι ήμουν σε κάποιο αμερικάνικο πείραμα επιλεκτικής ακοής. Ωστόσο, τα παρέβλεψα όλα, τον πόνο τον παπουτσιών και τη σκέψη ότι είμαι πειραματόζωο γιατί άκουσα πάλι “hamburger” από το μεγάφωνο και αυτόματα άρχισα να φτιάχνω το μπιφτέκι με το κέτσαπ, αυτόματα, χωρίς  ίχνος άρνησης, ανακλαστικά.

Στο τέλος της βάρδιας, κατέβηκα ράκος στα αποδυτήρια, ή πιο σωστά στον χώρο του προσωπικού. Τα ποδιά μου από τα παπούτσια και το κεφάλι μου από την φωνή της ταμία βίωναν εναλλάξ εφιάλτες και πόνους. Ένιωθα το κεφάλι μου να υποφέρει από εσωτερική ακατάσχετη  αιμορραγία, ένιωθα να πνίγομαι. Η λήξη βάρδιας μου συνέπεσε με του Ξηρομερίτη και καθίσαμε στον χώρο προσωπικού για γεύμα πριν φύγουμε. Το γεύμα του προσωπικού εκείνη την μέρα ήταν μακαρόνια με άσπρη κρέμα˙ ήταν γεύματα που οριακά έληγαν και προορίζονταν για το προσωπικό. Έτσι όπως καθόμασταν, ξεκίνησα μαζί του μια συζήτηση.

–           Πού είσαι εσύ;

–           Είμαι στα μακαρόνια, εσύ;

–           Εγώ είμαι στα hamburger.

–           Α, εγώ θα πάω αύριο στα hamburger.

Φάγαμε τα μακαρόνια μας και οι δύο σιωπηλοί, μετά ντυθήκαμε και φύγαμε.

Τέλος α’ μέρους.

γράφει ο Μιχάλης Δαμιανός

εικονογράφηση Άννα Ψιμάδα

Απόφοιτη Ελληνογαλλικής Σχολής "Αγιος Ιωσήφ", Καθηγήτρια γαλλικών, πολύγλωσση και με διδακτική εμπειρία και εξιδείκευση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και δυσλεξία(ΕΚΠΑ), αρθρογράφος, πρόσκοπος, εθελόντρια.

Ακολουθήστε μας!


This will close in 10 seconds